- πυλαυρός
- ὁ, Αβλ. πυλωρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυλαυρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek